Στην πρωινή λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, οι ιερείς αλλάζουν την πένθιμη περιβολή τους και φορούν άμφια αναστάσιμα. Ο Μητροπολίτης πετάει δάφνες σε όλο το ναό, γιορτάζοντας έτσι την πρώτη Ανάσταση.
Η πρώτη Ανάσταση γιορτάζεται με θόρυβο και ομοβροντίες. Αυτό είναι το λεγόμενο «Κομμάτι» . Σα «βαρέσει το Κομμάτι», αρχίζουνε να σφάζουνε τα βόδια και στα σφαγεία συναγωνίζονται ποιος θα ετοιμάσει και θα φέρει πρώτος το σφαγμένο βόδι στα κρεοπωλεία. Το έθιμο αυτό είναι παλιό και κρατεί από τα χρόνια της Βενετίας. Τότε, εκείνος που θα έφερνε πρώτος στον προβλεπτή (Βενετό διοικητή του νησιού) ένα κομμάτι κρέας από τα σφαγμένα έπαιρνε για δώρο ένα χρυσό δουκάτο. Έξω από τα σφαγεία ήταν ζεμένα τα χειρόκαρα της παραλίας που θα φόρτωναν το κρέας από τα σφαγεία για να το μεταφέρουν στα μαγαζιά τους. Πολλοί ζακυνθινοί, οι λεγόμενοι «μαντσιαδόροι», πήγαιναν απ’ ευθείας στα σφαγεία για να δουν από κοντά το σφάξιμο, το φόρτωμα και το ξεκίνημα του πρώτου κάρου με χειροκροτήματα και «ούρα» (ζήτω) που θα έφτανε στο μαγαζί πρώτο.
Στα χρόνια των Βενετών επίσης, την ώρα της πρώτης Ανάστασης, γινόταν από τους καθολικούς στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, η τελετή της «Γκλόριας». Η «Γκλόρια» είχε επίσημο χαρακτήρα και γιορταζόταν παρουσία των αρχών του τόπου. Ο προβλεπτής (ή πρεβεδούρος) και οι σύμβουλοί τους, κατέβαιναν από το Κάστρο και με τη συνοδεία του στρατού της φρουράς πήγαιναν στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Εκεί, έβγαζαν στο σκευοφυλάκιο τις πένθιμες στολές τους και φορούσαν άλλες ολοπόρφυρες. Όταν έπαιρναν τις θέσεις τους στην εκκλησία ο ιερέας αναφωνούσε: «Gloria in exelsis Deo» (Δόξα εν Υψίστοις Θεώ) κι αμέσως άρχιζαν οι καμπάνες να χτυπούν χαρμόσυνα. Τα δύο θρησκευτικά δόγματα, οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί της Επτανήσου, συνεόρταζαν, από γνωστούς ιστορικούς λόγους, το Πάσχα.
Παλιότερα στην πρώτη Ανάσταση των ορθοδόξων συνήθιζαν να βάζουν μπροστά στη μεσινή θύρα του Αγίου Βήματος ένα σωρό δάφνης με μια κρυμμένη σουσουράγια. Τη στιγμή που έβγαινε ο αρχιεπίσκοπος στη μεσινή θύρα, κρατώντας την εικόνα της Ανάστασης κλωτσούσε το σωρό με τις δάφνες και το κρυμμένο και σκεπασμένο πουλί πετούσε κελαηδώντας στα κεφάλια των πιστών. Το πουλί, συμβόλιζε την Ανάσταση του Χριστού από τον τάφο. Το έθιμο είχε διατηρηθεί μέχρι τα τελευταία χρόνια στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου. Φύλλα από τη δάφνη αυτή τα φύλαγαν ως προφυλακτικό από τον κεραυνό και τα έκαιγαν σε ώρα καταιγίδας.
Παλιότερα, ο κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι το αρνί με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό και το έσφαζε στην αυλή για το καλό. Οι νοικοκυρές, ετοιμάζουν τα φαγητά για μετά την Ανάσταση που είναι το σγατζέτο και η σκωταριά, τα εντόσθια του αρνιού δηλαδή μαγειρεμένα με συγκεκριμένο τρόπο.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου παλιότερα, έβραζαν πατσά και έπιναν το ζουμί.
Το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, κυρίως στα χωριά, την ώρα του εσπερινού που χτυπούν οι καμπάνες, ακούγεται από τον περίβολο της εκκλησίας ο ήχος του ταμπουρλανιάκαρου (ταμπούρλο και ανιάκαρα: τοπικά λαϊκά όργανα).
Μετά το «Χριστός Ανέστη» όταν οι ιερείς γυρίσουν στην εκκλησία, γίνεται το εξής: πριν έμπει ο παπάς στην εκκλησία, γίνεται το έθιμο του «Άρατε πύλας». Η πόρτα της εκκλησίας είναι κλειστή κι ο παπάς κρατώντας υψωμένη τη λαμπάδα της Ανάστασης, λέει με δυνατή φωνή: «άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της Δόξης». Ο κρυμμένος από μέσα νεωκόρος, υποκρινόμενος το σατανά ρωτάει: «τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης»; Και ο παπάς απαντά: «Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω, Κύριος των Δυνάμεων», συνεχίζεται ο διάλογος μεταξύ ιερέα και «σατανά» για λίγο κι αμέσως δίνει μια κλωτσιά στην πόρτα, την ανοίγει και περνά με τους πιστούς, προβάλλοντας την Αναστάσιμη λαμπάδα. Ο νεωκόρος πρέπει αμέσως να εξαφανιστεί και να μην το δει κανείς εκείνη τη στιγμή. Αν συμβεί το αντίθετο, νομίζουν ότι θα γίνει κάποιο κακό.
Γυρνώντας από την εκκλησία, σταυρώνουμε την είσοδο του σπιτιού με το αναστάσιμο φως για καλή τύχη.
Εκτός από σγατζέτο και σκωταριά, από το τραπέζι δε λείπουν τα κόκκινα αυγά, το χοιρομέρι , το φρέσκο ντόπιο λαδοτύρι , πρέντζα, γαρδούμπες, μαρουλοσαλάτες με φρέσκα κρεμμυδάκια και ρόκα και κόκκινο κρασί. Επίσης έτρωγαν ζουμί από πατσά. Αργότερα μέχρι σήμερα το ζουμί αντικαταστάθηκε από σούπα αυγοκοφτή. Συνοδεύεται με κόκκινα αυγά κομμένα σε φέτες, σαλάμι γεμιστό αέρος, χοιρομέρι και τυριά, άφθονο σπιτικό κρασί ή εμφιαλωμένο , συνήθως κόκκινο.
Σε πολλά σπίτια τρώνε μαγειρίτσα, άλλοι τρώνε αρνάκι φρικασέ.