Όποιος βαριέται να διαβάσει την ιστορία, η οποία έχει γίνει πια παράδοση σ΄ αυτό το μπλογκ τέτοια μέρα προς τιμή των κολοκύθων και του Χάλογουιν, ας πάει κατευθείαν στη συνταγή. Η ιστορία, αποτελεί συνέχεια της ιστορίας που ξεκίνησε μερικά χρόνια πριν και μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ.
"Τα έχω παίξει! Δεν πάει άλλο! Τα έχω παίξει!" μονολογούσε συχνά και αμέσως τον έπιαναν οι καθωσπρεπισμοί του: "Ω! μα τι κουβέντες είναι αυτές για ένα πριγκηπικό στόμα! Για δες πού κατάντησα ο άνθρωπος. Να μιλάω σαν λιμενεργάτης εκ του λιμένος Πειραιώς, που έλεγε και σε μια παλιά ταινία. Όμως αυτή η γυναίκα με έχει καταστρέψει...Τι ήθελα και την ξυπνούσα μου λέτε; Μια χαρά κοιμότανε και είχαμε όλοι την ησυχία μας. Τι το ΄θελα κι εγώ να την ξυπνήσω; Μα μήπως το περίμενα να συμπεριφέρεται έτσι; Μία για shopping, μία για κομμωτήριο, μία για spa...Να δω εγώ πού θα ξεspaσω έτσι και πάρω ανάποδες στροφές..."
Μόνος του τα έλεγε, μόνος του τα άκουγε. Η άλλη, μονίμως απούσα...
"Αμ το άλλο; Κάθε φορά που της λέω να μαζευτεί γιατί έχουμε κρίση, γιατί τα λεφτά εξανεμίζονται, γιατί ο κόσμος πεινάει, αυτή μου λέει ότι έχει φροντίσει γι' αυτή ο μπαμπάς στην Ελβετία. Μωρέ να δεις ότι στη λίστα Λαγκάρντ θα είναι κι ο πατέρας της...Κάτσε και θα δεις...Ε ρε γλέντια..."
Αυτά έλεγε και ξανάλεγε ο πρίγκηψ και φτιαχνόταν μοναχός του ο καψερός...Η άλλη, σημασία δεν του έδινε...Το είχε πάρει απόφαση. Να την ξανακοιμήσει δεν μπορούσε, αλλά να σηκωθεί να φύγει μπορούσε. Και είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή. Δεν άντεχε άλλο την αδιαφορία της, την άρνησή της να μαζευτεί σπίτι και να φτιάξει επιτέλους ένα φαΐ! Ακόμα κι αυτό, 3 χρόνια μετά, αυτός το έφτιαχνε. Ε φτάνει...Σήμερα κιόλας θα της ανακοίνωνε ότι η ιστορία της ωραίας κοιμωμένης και αυτού, είχε φτάσει στο τέλος. Και δεν θα είχε καθόλου happy end το παραμύθι. Θα μάζευε τα μπογαλάκια του το ίδιο κιόλας βράδυ...
Η πόρτα άνοιξε καθώς σκεφτόταν αυτά και μπήκε η Ωραία Κοιμωμένη, κρατώντας μια τσάντα από σούπερ μάρκετ.
Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε...σκέφτηκε ο πρίγκηψ.
Η Ωραία Κοιμωμένη ήταν ήσυχη και σοβαρή. Άρχισε να βγάζει τα ψώνια από την τσάντα. Κολοκύθα (τι πρωτότυπο...), τυρί, αυγά, γάλα (Καμπά..Μόνο αυτό έλειπε).
"Τιιιιιιιι είναι αυτά"; ρώτησε ο πρίγκηψ.
"Σαν τι φαίνονται δηλαδή"; αντιρώτησε η Ωραία Κοιμωμένη.
Κάνουμε και πνεύμα ξανασκέφτηκε ο πρίγκηψ...
"Δεν με έχεις συνηθίσει να έρχεσαι με τσάντες σούπερ μάρκετ. Συνήθως έρχεσαι με τσάντες Λουί Βιτόν. Πράντα, Σανέλ, τέτοιες"...
"Ε καιρός να έρθω και με τσάντα σούπερ μάρκετ" συνέχισε ατάραχη η Ωραία, και άρχισε να καθαρίζει την κολοκύθα.
Η κάτω σιαγόνα του πρίγκηπα, κόντευε να φτάσει στο πάτωμα από την έκπληξη. Βλέπουν καλά τα μάτια μου; Καθαρίζει κολοκύθα; Χτυπάει αυγά; Βρε μπας και φταίει το Χάλογουιν; Βρε μπας και το παίζει Trick ot treat και είμαστε στο Trick και δεν το έχω καταλάβει;
"Αγάπη μου μπορείς να μου φέρεις ένα μικρό πυρέξ; Συνταγή για δύο θα κάνω. Δεν χρειάζεται μεγαλύτερο. Και μπορείς να μου διαβάζεις τη συνταγή για να μην χάνω χρόνο; Και μπορείς επιτέλους να σταματήσεις να με κοιτάζεις με αυτό το βλέμμα το γεμάτο απορία;
Ο πρίγκηψ μάζεψε την κάτω σιαγώνα του, συμμάζεψε την έκπληξή του και είπε να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στη σχέση τους. Μα τι στο καλό πια; Τα παραμύθια συνήθως έχουν καλό τέλος! Ποιος ήταν αυτός που είχε το δικαίωμα να το αλλάζει; Ας της δώσω μια τελευταία ευκαιρία και βλέπουμε σκέφτηκε, πριν αρχίσει να διαβάζει μεγαλοφώνως:
Σουφλέ κίτρινης κολοκύθας
Υλικά για μικρό πυρέξ
½ κιλό κολοκύθα τριμμένη και ελαφρώς στυμμένη
200 γρ. κίτρινα τυριά τριμμένα (κασέρι, έμενταλ, τσένταρ, γκούντα)
3 αυγά
4 κ. σ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
4 κ. σ. γάλα εβαπορέ
πιπέρι
λίγο αλάτι
Εκτέλεση
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180-190 βαθμούς.
Πλένουμε, καθαρίζουμε, τρίβουμε την κολοκύθα και τη στύβουμε ελαφρώς.
Ανακατεύουμε σε μπωλ όλα τα υλικά.
Αλατίζουμε ελαφρώς.
Μπορούμε να προσθέσουμε λίγο τυρί τριμμένο, πιο αλμυρό από τα τυριά μας και να παραλείψουμε το αλάτι.
Βουτυρώνουμε ένα μικρό πυρέξ και ρίχνουμε το υλικό μέσα.
Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180-190 για μισή ώρα.
Σερβίρουμε ζεστό, πριν ξεφουσκώσει!
(μπορεί και να) συνεχίζεται...
"Τα έχω παίξει! Δεν πάει άλλο! Τα έχω παίξει!" μονολογούσε συχνά και αμέσως τον έπιαναν οι καθωσπρεπισμοί του: "Ω! μα τι κουβέντες είναι αυτές για ένα πριγκηπικό στόμα! Για δες πού κατάντησα ο άνθρωπος. Να μιλάω σαν λιμενεργάτης εκ του λιμένος Πειραιώς, που έλεγε και σε μια παλιά ταινία. Όμως αυτή η γυναίκα με έχει καταστρέψει...Τι ήθελα και την ξυπνούσα μου λέτε; Μια χαρά κοιμότανε και είχαμε όλοι την ησυχία μας. Τι το ΄θελα κι εγώ να την ξυπνήσω; Μα μήπως το περίμενα να συμπεριφέρεται έτσι; Μία για shopping, μία για κομμωτήριο, μία για spa...Να δω εγώ πού θα ξεspaσω έτσι και πάρω ανάποδες στροφές..."
Μόνος του τα έλεγε, μόνος του τα άκουγε. Η άλλη, μονίμως απούσα...
"Αμ το άλλο; Κάθε φορά που της λέω να μαζευτεί γιατί έχουμε κρίση, γιατί τα λεφτά εξανεμίζονται, γιατί ο κόσμος πεινάει, αυτή μου λέει ότι έχει φροντίσει γι' αυτή ο μπαμπάς στην Ελβετία. Μωρέ να δεις ότι στη λίστα Λαγκάρντ θα είναι κι ο πατέρας της...Κάτσε και θα δεις...Ε ρε γλέντια..."
Αυτά έλεγε και ξανάλεγε ο πρίγκηψ και φτιαχνόταν μοναχός του ο καψερός...Η άλλη, σημασία δεν του έδινε...Το είχε πάρει απόφαση. Να την ξανακοιμήσει δεν μπορούσε, αλλά να σηκωθεί να φύγει μπορούσε. Και είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή. Δεν άντεχε άλλο την αδιαφορία της, την άρνησή της να μαζευτεί σπίτι και να φτιάξει επιτέλους ένα φαΐ! Ακόμα κι αυτό, 3 χρόνια μετά, αυτός το έφτιαχνε. Ε φτάνει...Σήμερα κιόλας θα της ανακοίνωνε ότι η ιστορία της ωραίας κοιμωμένης και αυτού, είχε φτάσει στο τέλος. Και δεν θα είχε καθόλου happy end το παραμύθι. Θα μάζευε τα μπογαλάκια του το ίδιο κιόλας βράδυ...
Η πόρτα άνοιξε καθώς σκεφτόταν αυτά και μπήκε η Ωραία Κοιμωμένη, κρατώντας μια τσάντα από σούπερ μάρκετ.
Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε...σκέφτηκε ο πρίγκηψ.
Η Ωραία Κοιμωμένη ήταν ήσυχη και σοβαρή. Άρχισε να βγάζει τα ψώνια από την τσάντα. Κολοκύθα (τι πρωτότυπο...), τυρί, αυγά, γάλα (Καμπά..Μόνο αυτό έλειπε).
"Τιιιιιιιι είναι αυτά"; ρώτησε ο πρίγκηψ.
"Σαν τι φαίνονται δηλαδή"; αντιρώτησε η Ωραία Κοιμωμένη.
Κάνουμε και πνεύμα ξανασκέφτηκε ο πρίγκηψ...
"Δεν με έχεις συνηθίσει να έρχεσαι με τσάντες σούπερ μάρκετ. Συνήθως έρχεσαι με τσάντες Λουί Βιτόν. Πράντα, Σανέλ, τέτοιες"...
"Ε καιρός να έρθω και με τσάντα σούπερ μάρκετ" συνέχισε ατάραχη η Ωραία, και άρχισε να καθαρίζει την κολοκύθα.
Η κάτω σιαγόνα του πρίγκηπα, κόντευε να φτάσει στο πάτωμα από την έκπληξη. Βλέπουν καλά τα μάτια μου; Καθαρίζει κολοκύθα; Χτυπάει αυγά; Βρε μπας και φταίει το Χάλογουιν; Βρε μπας και το παίζει Trick ot treat και είμαστε στο Trick και δεν το έχω καταλάβει;
"Αγάπη μου μπορείς να μου φέρεις ένα μικρό πυρέξ; Συνταγή για δύο θα κάνω. Δεν χρειάζεται μεγαλύτερο. Και μπορείς να μου διαβάζεις τη συνταγή για να μην χάνω χρόνο; Και μπορείς επιτέλους να σταματήσεις να με κοιτάζεις με αυτό το βλέμμα το γεμάτο απορία;
Ο πρίγκηψ μάζεψε την κάτω σιαγώνα του, συμμάζεψε την έκπληξή του και είπε να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στη σχέση τους. Μα τι στο καλό πια; Τα παραμύθια συνήθως έχουν καλό τέλος! Ποιος ήταν αυτός που είχε το δικαίωμα να το αλλάζει; Ας της δώσω μια τελευταία ευκαιρία και βλέπουμε σκέφτηκε, πριν αρχίσει να διαβάζει μεγαλοφώνως:
Σουφλέ κίτρινης κολοκύθας
Υλικά για μικρό πυρέξ
½ κιλό κολοκύθα τριμμένη και ελαφρώς στυμμένη
200 γρ. κίτρινα τυριά τριμμένα (κασέρι, έμενταλ, τσένταρ, γκούντα)
3 αυγά
4 κ. σ. αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
4 κ. σ. γάλα εβαπορέ
πιπέρι
λίγο αλάτι
Εκτέλεση
Προθερμαίνουμε το φούρνο στους 180-190 βαθμούς.
Πλένουμε, καθαρίζουμε, τρίβουμε την κολοκύθα και τη στύβουμε ελαφρώς.
Ανακατεύουμε σε μπωλ όλα τα υλικά.
Αλατίζουμε ελαφρώς.
Μπορούμε να προσθέσουμε λίγο τυρί τριμμένο, πιο αλμυρό από τα τυριά μας και να παραλείψουμε το αλάτι.
Βουτυρώνουμε ένα μικρό πυρέξ και ρίχνουμε το υλικό μέσα.
Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180-190 για μισή ώρα.
Σερβίρουμε ζεστό, πριν ξεφουσκώσει!
(μπορεί και να) συνεχίζεται...